Οταν πριν από λίγες εβδομάδες περνούσα την πόρτα του Μουσείου Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ, περίμενα να είμαι θεατής στο γνώριμο έργο των πολυσύχναστων εκθεσιακών χώρων όπου οι επισκέπτες στριμώχνονται για μια ματιά στους διάσημους πίνακες. Αντίθετα, με περίμενε μια απρόσμενη ησυχία. Είχα την άνεση να θαυμάσω από κοντά, στον χρόνο μου, την ποιητική, σχεδόν ονειρική εικόνα της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς» με τα λεπτεπίλεπτα μπουμπούκια, τα οποία έμοιαζαν να αιωρούνται σ’ έναν ανοιξιάτικο ουρανό. Αλλά και να περιηγηθώ με ηρεμία στα σκιτσαρισμένα με μολύβι στιγμιότυπα από καθημερινές ασχολίες της υπαίθρου και να βγάλω φωτογραφίες τα «Ηλιοτρόπια» εστιάζοντας στις παχιές πινελιές κάθε απόχρωσης του κίτρινου που έμοιαζαν να πάλλονται ζωντανές χωρίς κάποιος να μπαίνει στο κάδρο μου. Στάθηκα μπροστά στην «Εναστρη νύχτα πάνω από τον Ροδανό» αφήνοντας τα μάτια μου να περιπλανηθούν στα στροβιλιζόμενα αστέρια και τις αντανακλάσεις του φωτός στο νερό, χωρίς βιασύνη και κατάφερα να ακούσω χωρίς να περιμένω στην ουρά τα αποσπάσματα για τις τελευταίες ημέρες του ζωγράφου στην Αρλ της Γαλλίας. Ακόμα και το «Δωμάτιο στην Αρλ» με τις παραμορφωμένες προοπτικές του, φαινόταν πιο ζεστό και οικείο μέσα στη γαλήνη του χώρου.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ