Η ιστορική χρήση του χρυσού και του ασημιού ως σημαντικών αποθεμάτων αξίας έχει δημιουργήσει μια «άκαμπτη» σχέση μεταξύ τους, με συχνές συγκρίσεις για την αποδοτικότητα κάθε μετάλλου. Παρά το γεγονός ότι οι τιμές τους διαφέρουν σημαντικά υπέρ του χρυσού, η υψηλή συσχέτιση μεταξύ τους έχει γίνει ένα σημαντικό οικονομικό εργαλείο για να προσδιοριστεί ποιο από τα δύο είναι «φθηνότερο» σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, στη μετα-πανδημική εποχή, όπου οι οικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει, αυτή η σχέση αρχίζει να παρουσιάζει παραμορφώσεις, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές. Από τη μια πλευρά, τόσο ο χρυσός όσο και το ασήμι χρησιμοποιούνται παραδοσιακά στην κοπή νομισμάτων και παραμένουν ενεργά ως ασφαλή πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Εκτός από τη χρήση τους για φυσικές επενδύσεις σε νομίσματα και μπάρες, η παραγωγή κοσμημάτων αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ζήτησης και για τα δύο μέταλλα. Η κοινή αυτή χρήση δικαιολογεί την τάση των τιμών τους να κινούνται παράλληλα στην αγορά. Επιπλέον, τα δύο μέταλλα έχουν αρνητική συσχέτιση με τα πραγματικά επιτόκια (τα επιτόκια που αφαιρούν τον πληθωρισμό), καθώς η αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί υψηλότερο κόστος ευκαιρίας για τη διατήρηση χρυσού ή ασημιού, οδηγώντας σε πτώση των τιμών τους. Παράλληλα, και τα δύο μέταλλα τείνουν να κινούνται αντίθετα από την αξία του δολαρίου, κάτι που είναι σύνηθες για τα εμπορεύματα, καθώς ένα ισχυρό δολάριο καταπολεμά τη ζήτηση εκτός των ΗΠΑ. Αυτή η στενή συσχέτιση είναι που έχει οδηγήσει πολλούς επενδυτές να χρησιμοποιούν τον δείκτη χρυσού – ασημιού (δηλαδή πόσες φορές η τιμή του ασημιού είναι η τιμή του χρυσού) ως μέτρο του ελκυστικού δυναμικού της επένδυσης σε ασήμι σε σχέση με τον χρυσό.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ