Η δουλειά της εικόνας είναι να «βλέπεται». Ο άλλος που κοιτάζει μπορεί να είναι πράγματι κάποιος άλλος ή μπορεί να είναι το ίδιο το υποκείμενο που βλέπει τη δική του εικόνα. Σκεφτείτε όμως όταν κάποιος βλέπει τη δική του εικόνα αυτό συντελείται στη βάση ενός λεπτού διχασμού. Είναι το υποκείμενο που κοιτάει κάποιον άλλον (π.χ. στον καθρέφτη), ο οποίος άλλος που βρίσκεται εκεί, απέναντι, ταυτίζεται σε έναν δεύτερο χρόνο με το υποκείμενο που κοιτάζει ώστε να πούμε «Εκεί, φαίνομαι εγώ». Τι θριαμβευτική στιγμή! Ομως, το βλέμμα ή η σκέψη του ότι «θα με δουν» ή με «βλέπουν», πάντα προκαλεί μία, έστω και αδιόρατη, αίσθηση ντροπής. Οποιοδήποτε βλέμμα επάνω μου μεταφέρει απροσδιόριστα μία αίσθηση προσδοκίας του άλλου, ότι ο άλλος κάτι θέλει από μένα, κάτι περιμένει ακόμα και όταν δεν είναι παρών (π.χ. Αν με έβλεπε τώρα η μητέρα μου, ο Θεός βλέπει, το κακό το μάτι κ.ά.). Ας χρησιμοποιήσουμε το γεγονός ότι η λέξη «Εικόνα» είναι ομμόριζη με το ρήμα «Εικάζω». Κατ’ επέκταση κάθε εικόνα φέρει μαζί της και ένα ερώτημα. Για παράδειγμα λέμε «μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις». Το κείμενο όμως αυτό που τη συνοδεύει είναι βουτηγμένο στην ενδεχομενικότητα καθώς καλείται να το γράψει ο καθένας ξεχωριστά.


Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ